- ἐπιφαύσει
- ἐπιφαύωaor subj act 3rd sg (epic)ἐπιφαύωfut ind mid 2nd sgἐπιφαύωfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφαύσκω — ἐπιφαύσκω (Α) (για φωτεινή πηγή) λάμπω, ανατέλλω, φωτίζω (α. «εἰ σελήνη συντάσσει, καὶ οὐκ ἐπιφαύσκει», ΠΔ β. ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαύ σκ ω (< θεματικός αόρ. φάF ε «φώτισε» με παρέκταση σκ )] … Dictionary of Greek